-
1 άφιξη
[афикси] ουσ. Θ. прибытие, приезд,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άφιξη
-
2 прибытие
-я ουδ.άφιξη, φτάσιμο, ερχομός• έλευση•прибытие поезда άφιξη του τρένου•
парохода κατάπλους του ατμόπλοιου•
прибытие делегации άφιξη αντιπροσωπείας•
перед -ем πριν την άφιξη•
после -я μετά την άφιξη•
по -ю κατά την άφιξη.
-
3 приход
-а α.1. άφιξη, ερχομός, έλευση•-весны ο ερχομός της Ανοιξης•
приход войск άφιξη στρατευμάτων•
приход поезда άφιξη του τρένου•
-к власти η άνοδος (ερχομός) στην εξουσία.
2. (λογστ.) έσοδο, έμβασμα.3. ενορία, τοπική περιφέρεια ναού.4. παλ. βλ. казначейство. -
4 прибытие
-
5 приезд
приезд м η άφιξη· с \приездом! καλώς (ορίσατε!, καλώς ήρθατε!* * *мη άφιξηс прие́здом! — καλώς ορίσατε!, καλώς ήρθατε!
-
6 приход
-
7 приход
приходм1. (действие) ἡ ἄφιξη [-ις], ὁ ἐρχομός, ἡ ἔλευση [-ις]:\приход поезда ἡ ἀφιξη τοῦ τραίνου· \приход к власти ὁ ἐρχομός στήν ἐξουσία[ν]·2. бухг. ἡ πρόσοδος, τό ἐσο-δο[ν]·3. (церковный) ἡ ἐνορία· ◊ каков поп, тако́в и \приход погов. κατά τόν Μασ-τρογιάννη καί τά κοπέλια του. -
8 привоз
-а α.1. άφιξη•привоз товаров из-за границы άφιξη εμπορευμάτων από το εξωτερικό.
2. το φορτίο που ήρθε.3. χώρος εμπορεύ-τος (για πώληση). -
9 поступление
1. (материалов, изделий, книг и тп.) η παραλαβ/ή 2. (зачисление, включение в состав чего-л.) η εγγραφή 3. (прибытие, приход, переход, попадание) το φτάσιμο, η άφιξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступление
-
10 приход
1. (действие) η άφιξη, η έλευση, το φτάσιμο 2. (бухг.) (доход) η πρόσοδος, το έσοδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приход
-
11 относительно
относительно1. нареч (сравнительно) σχετικά [-ῶς], ἀναφορικά [-ῶς]·2. предлог с род. п. (что касается) ἀναφορικα [-ῶς], σχε-τικά [-ῶς] / ὀσον ἀφορα (в отношении):\относительно того, что... ὀσον ἀφορα τό...· вот что я узиал \относительно этого человека νά τι ἔμαθα γι· αὐτόν τόν 'άνθρωπο· \относительно его́ приезда я ничего́ не слышал σχετικά μέ τήν ἀφιξή του ἐγώ δέν ἄκουσα τίποτα -
12 поступление
поступлени||ес1. (куда-л.) ἡ είσοδος, τό μπάσιμο, ἡ ἄφιξη [-ις]·2. (денежное) ἡ είσπραξις:\поступлениея οἱ εἰσπράξεις. -
13 прибытие
прибытиес ἡ ἄφιξη, ὁ ἐρχομός / ὁ κατάπλους (парохода):по \прибытиетии μόλις φθάσει, ἄμα τῆ ἀφίξει. -
14 приезд
приез||дм ἡ ἄφιξη [-ις], ὁ ἐρχομός:с \приезддом! καλώς ὁρίσατε!. -
15 съезд
съездм1. (собрание) τό συνέδριο[ν]:\съезд партии τό συνέδριο τοῦ κόμματος· \съезд Советов τό συνέδριο τῶν Σοβιέτ·2. (прибытие) ἡ ἄφιξη, ἡ προσέλευσις:\съезд гостей ἡ προσέλευση τῶν προσκεκλημένων. -
16 приход
[πριχότ] ουσ. α. ερχομός, άφιξη, (εκκλ.) ενορία -
17 приход
[πριχότ] ουσ α ερχομός, άφιξη, (εκκλ.) ενορία -
18 достижение
-я ουδ.1. άφιξη. || φτάσιμο•по -ии совершенолтия στην ενηλικιότητα.
2. επίτευξη, επίτευγμα, επιτυχία•достижение цели επίτευξη του σκοπού•
-я науки и техники επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
-
19 мамаев
-а, -оεπ. -о нашествие (αστ.) αιφνίδια άφιξη πολλών και ανεπιθύμητων επισκεπτών•-о побоище α) μεγάλος καβγάς. β) μεγάλη αταξία, ακαταστασία.
-
20 наезд
-а α.1. πρόσκρουση.2. επίσκεψη με μεταφορικό μέσο.επίρ. -ом, -ами κατά την άφιξη, αφίξεις.3. παλ. αιφνιδιαστική εισβολή ιππικού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άφιξη — η φτάσιμο, ερχομός: Η άφιξη του αεροπλάνου θα καθυστερήσει λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία … Dictionary of Greek
ἀφίξῃ — ἀφίξηι , ἄφιξις arrival fem dat sg (epic) ἀφίζω rise from one s seat aor subj mid 2nd sg ἀφίζω rise from one s seat aor subj act 3rd sg ἀφίζω rise from one s seat fut ind mid 2nd sg ἀφικνέομαι arrive at fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek